Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μια προσωπική ιστορία της βραδιάς των Ιμίων


Ήμασταν Στρατιώτες τεθωρακισμένων αρμάτων (στα τανκ που λένε τα έργα, όμως αυτή η λέξη είναι απαγορευμένη "δια ροπάλου" στις μονάδες τεθωρακισμένων αρμάτων) και ήμασταν στον Έβρο, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, την εποχή της λεγόμενης βραδιάς των Ιμίων. Δεν είχαμε συμπληρώσει ούτε μήνα στον Έβρο, αφού είχαμε από τον Σεπτέμβριο ορκιστεί και εκπαιδευτεί κάποιους μήνες στον Αυλώνα Αττικής, το μεγαλύτερο κέντρο εκπαίδευσης στρατιωτών στα Βαλκάνια. 
   
Σε γενικές γραμμές είχαμε εκπαιδευτεί καλά και αυτό το επισήμαναν και οι αξιωματικοί μας στην μονάδα του Έβρου. Στις 30 του μηνός Ιανουαρίου του 1996, ώρες πριν την νύχτα της κρίσης (το μεσημέρι περίπου), υπήρξε υψηλού βαθμού άσκηση ετοιμότητας. Δηλαδή ετοιμάσαμε τα "λουκάνικα μας" (σάκοι στον ώμο που μοιάζουν με λουκάνικα) με όλα τα απαραίτητα (ρουχισμό, προσωπικά είδη κτλ), πήραμε όπλα, σφαίρες, βάλαμε μπρος τα οπλισμένα άρματα (δεν είναι όλα οπλισμένα με βλήματα, μόνο όποια είναι σε επιφυλακή) και όχι μόνο, και βγήκαμε έξω από την μονάδα, σαν να γίνεται ή επίκειται πόλεμος και δεχόμαστε επίθεση.

Σύντομα όμως και πριν απομακρυνθούμε πολύ, σήμανε λήξη του συναγερμού και επιστρέψαμε πίσω στην μονάδα. Χαρήκαμε που ήταν σύντομο όλο αυτό, επιστρέψαμε στους θαλάμους και ξαπλώσαμε λιγάκι, μέχρι να αρχίσουν ξανά οι σκοπιές και οι αγγαρείες. Είχα αγγαρεία στα μαγειρεία εκείνο το απόγευμα και ήμουν και θαλαμοφύλακας (ευτυχώς όμως δεν είχα σκοπιά έξω στο κρύο).  

Όλοι οι αξιωματικοί εκείνη την βραδιά, συμπτωματικά ή μη, έμειναν μέσα στην μονάδα λόγω αυστηρής διαταγής. Προσέξτε, χωρίς να έχει συμβεί κάτι στα Ίμια ακόμη. Δεν είχε ποτέ ξαναγίνει αυτό και σίγουρα δεν ήταν τυχαίο, αλλά τότε δεν το δώσαμε ιδιαίτερη σημασία. Μετά την αγγαρεία, ήταν κοντά στις 10 το βράδυ, όταν ταλαιπωρημένος, λίγο άρρωστος επέστρεψα να κοιμηθώ στο θάλαμο και στις 12 ή 2 το βράδυ είχα βάρδια θαλαμοφύλακα. Ο θάλαμος ήταν ζεστός, έξω έκανε τσουχτερό κρύο και κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως (δεν το πάθαινα συχνά αυτό).  Δεν συμπλήρωσε ώρα που έπεσα για ύπνο και με ξύπνησε ο θαλαμοφύλακας. Νόμισα πως έφτασε η ώρα της βάρδιας μου, αλλά είδα την ώρα, ήταν νωρίς, τον επέπληξα και του είπα φύγε! Σε λίγο ο διοικητής της ύλης (του λόχου κατά αντιστοιχία στο πεζικό), μου λέει Γιώργη ξύπνα έχουμε έκτακτη μαζική συγκέντρωση, θα με εκθέσεις. Ήταν Σαλονικιός, καλό παλικάρι, μας αγαπούσε όλους, Παυλίδης ήταν το επίθετό του.

Μαζεύτηκε όλη η Επιλαρχία  (τάγμα κατά αντιστοιχία στο πεζικό) και ο Διοικητής (Γιαννακόπουλος) που ήταν πολύ αυστηρός και σκληρός (από Πελοπόννησο, οι φυλακές έπεφταν βροχή), φαινόταν άκρως προβληματισμένος. Ήταν περίπου μεσάνυχτα, όταν ορθά κοφτά μας είπε πως δεν πάνε καλά τα πράγματα και μας "έκοψε" τα πόδια, διότι δεν έλεγε εύκολα μεγάλα λόγια. Μας είπε πως πρέπει να φύγουμε με ασφάλεια από την μονάδα, να εκκενωθεί πλήρως και να πάμε στους χώρους διασποράς να κατασκηνώσουμε, διότι υπάρχει πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης Ελλάδας - Τουρκίας! Μας ρώτησε αν κάποιος δεν αισθάνεται καλά, αλλά ποιος τολμούσε εκείνη τη στιγμή να πει κάτι, "έπεσε" απόλυτη σιωπή.

Κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν παραπονέθηκε, απλά σκεπτικοί και αποφασισμένοι ξεκινήσαμε ξανά γι΄αυτό που κάναμε και το μεσημέρι στην άσκηση ετοιμότητας (ούτε αυτό ήταν τυχαίο νομίζω). Μόνο ένας στρατιώτης από Νάουσα που είχαμε τον ίδιο αρχικό Αριθμό Στρατολογικού Μητρώου (Α.Σ.Μ. ή "ασημί" που λένε, δηλαδή το 148 οι από Ημαθία) με φώναξε, με πήρε παράμερα και μου λέει "ασημί την γ@...... φοβάμαι, που μας πάνε, δεν κατάλαβες τι γίνεται; Θα έχουμε πόλεμο, θα σκοτωθούμε...". Δεν του έδωσα σημασία, του είπα να ηρεμήσει, ότι όλοι φοβούνται, είναι σκεπτικοί αλλά κανένας δεν μιλάει και πως ότι είναι να γίνει θα γίνει και έφυγα.

Έκανε τρομερό κρύο, βγήκαμε πάνω στα άρματα σχετικά γρήγορα, αλλά με σταθερό ρυθμό, σαν μηχανές. Χιόνιζε με αέρα (χιονοθύελλα), οι σχάρες ήταν βαριές, τα γάντια δεν ήταν δερμάτινα και λόγω βροχής δεν τα φορούσαμε εκτός άρματος, θα βρέχονταν. Οι σάρκες λόγω κρύου κολλούσαν πάνω στις βαριές σχάρες του άρματος που χρειάστηκε να ανοίξουμε. Εντέλει μετά από κάποιους ελέγχους βάλαμε μπροστά και ξεκινήσαμε.

Οι νιφάδες χιονιού λόγω αέρα τρυπούσαν με ταχύτητα σαν καυτές βελόνες το πρόσωπο και τα σίδερα ήταν παγωμένα. Το άρμα ήταν όλο σίδερο και δεν είχε κάπου να σταθείς χωρίς μέταλλο. Λόγω δε του ότι τα άρματα ήταν γεμάτα βλήματα, δεν επιτρεπόταν η θέρμανση (φόβος φωτιάς και έκρηξης), άσε που στα περισσότερα δεν λειτουργούσε καν η θέρμανση.

Το τιμόνι παγωμένο, το πόδι στο γκάζι παγωμένο, το ίδιο και το φρένο, όλα ήταν μεταλλικά. Η θυρίδα του οδηγού ανοιγμένη, το κεφάλι έξω στον αέρα γιατί λόγω θύελλας δεν έβλεπα καλά μέσα από την θυρίδα και έπρεπε να πάμε γρήγορα στους χώρους διασποράς, όπου και θα ήμασταν λιγότερο ευάλωτοι και όχι εύκολοι στόχοι της εχθρικής αεροπορίας, των αρμάτων και των ελικοπτέρων. Οι ριπές αέρα των εξατμίσεων από το μπροστά άρμα, μερικές φορές όταν το πλησίαζα αρκετά, μετρίαζαν το κρύο στο πρόσωπο και ας ανέπνεα καμένο πετρέλαιο. Λάσπη παντού, τα δεκάδες άρματα μούγκριζαν μέσα στο σκοτάδι, η γη έτρεμε γύρο μας, αλλά πήγαμε καλά, δεν πατήσαμε χωράφια γεωργών, όσο μπορούσαμε (ελάχιστες φορές το κάναμε λόγω υπερβολικής λάσπης και απότομης ανηφόρας), αν και όλα επιτρέπονταν εκείνη τη βραδιά. Δεν έπρεπε όμως σε καμιά περίπτωση να κολλήσουμε στην λάσπη και να βγει η ερπύστρια, οπότε ήμασταν παράλληλα και προσεκτικοί.

Όταν φτάσαμε, τα πόδια μου είχαν μουδιάσει πλήρως από το κρύο που μεταφέρθηκε από το γκάζι και το φρένο. Όταν τα πάτησα στο μεταλλικό πάτωμα για να σηκωθώ όρθιος, τα μάτια μου έρεαν αυτομάτως δάκρυα από τον πόνο και το κρύο. Πήγα μέσα στον πύργο να είμαι παρέα με τον δόκιμο αξιωματικό (ουλαμαγό) εκ Χαλκηδόνας (Φραγκίδης). Κρύωνα τρομερά, θα έδινα όλα μου τα λεφτά, που δεν είχα και πολλά βέβαια, για να ζεσταθώ εκείνη την βραδιά. Κάθισα στο κάθισμα του γεμιστή βλημάτων και μπήκα ολόκληρος και σχεδόν όρθιος στον υπνόσακο (sleeping bag), χωρίς να βγάλω καν το τζάκετ, ούτε καν τις αρβύλες που έγιναν ένα σώμα με το πόδι (την πατούσα). Δεν μπόρεσα όλη την νύχτα να ζεσταθώ. Έτρεμα διαρκώς.

Σε λίγο άκουσα άρματα και είπα στον ουλαμαγό δες αν είναι οι Τούρκοι! Δεν είχε ακούσει κάτι αυτός και πετάχτηκε βιαστικά έξω από την θυρίδα του. Για λίγη ώρα περιμέναμε με αγωνία, ώσπου είδε πως ήρθαν τα άρματα από την Αλεξανδρούπολη, οι οποίοι είχαν πολύ περισσότερο δρόμο να διανύσουν από μας. Είχαν παγώσει εντελώς, δεν άφησαν χωράφι για χωράφι απάτητο και ξήλωσαν περιφράξεις στο διάβα τους. Ήταν όμως καλό που ήρθαν, το χαρήκαμε δεόντως. Ξέραμε πως σε περίπτωση πολέμου εμείς έπρεπε να αντέξουμε (να μην χαθεί έδαφος) τόσο, όσο να έρθουν αυτοί προς ενίσχυση μας. Ήμασταν πλέον πολλοί, είχαμε βοήθεια σημαντική και αυτό μας παρηγόρησε αρκετά.

Δεν κράτησε όμως πολύ η χαρά μας, στο ραδιόφωνο μάθαμε πως οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στα Ίμια, ξέραμε πως πλέον υπήρχε πολεμική πράξη εναντίον μας και ήμασταν τουλάχιστον ψυχολογικά έτοιμοι για τα χειρότερα. Με πήρε κάπως ο ύπνος για κάποιες ώρες (μία ή δύο δεν θυμάμαι καλά).

Χαράματα πλέον, μείον 17 οι βαθμοί Κελσίου, ενώ το χιόνι κόπασε λιγάκι. Οι Τούρκοι που υποθέταμε την νύχτα πως είδαμε με τα άρματα τους απέναντι, είχαν όντως κολλήσει εκεί και ήταν εκτεθειμένοι στα πυρά μας. Τους λυπηθήκαμε γιατί δεν ξαπόστασαν καθόλου όλη νύχτα και πάλευαν ακόμη. Θα πρέπει να ήταν και φοβισμένοι ιδιαίτερα, δεν ξέρω αν μας έβλεπαν (ήμασταν σε ορύγματα), αλλά ήξεραν πως ήταν εύκολος στόχος και πως κάπου απέναντι τους σημαδεύαμε. Ήταν να μείνουμε στο μέρος αυτό σε σκηνές για τουλάχιστον μια εβδομάδα εκεί, ακόμη και αν δεν γίνονταν πόλεμος. Αυτό ήταν το λιγότερο που περιμέναμε λογικά, όμως τελικά περίπου στις 7:30 το πρωί μας ζήτησαν να γυρίσουμε στην μονάδα μας, πως όλα λύθηκαν και δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Απέναντι αποχωρούσαν και οι Τούρκοι, οπότε ήμασταν χαρούμενοι που επιστρέφουμε πίσω!  Δεν είχαμε μάθει για το ελικόπτερο ή την σημαία, αλλά ότι οι Τούρκοι εκκένωσαν τα Ίμια.

Επιστρέφαμε και ο αέρας μου φάνηκε θερμότερος πλέον, ίσως γιατί φυσούσε και από πίσω πια. Νιώθαμε σαν μικροί "ήρωες" που επιστρέφουν. Στην μονάδα όσοι απέμειναν πίσω, κυρίως άοπλοι, είχαν εκκενώσει σχεδόν όλες τις αποθήκες (κάποιοι με Ι-4 ανικανότητα, δήθεν από οσφυαλγία, σήκωναν σαν "πούπουλα" τα γεμάτα "ασήκωτα" κιβώτια) και πλέον άρχισαν να γεμίζουν τις αποθήκες ξανά. Οι σκοποί που απέμειναν στην μονάδα τρελάθηκαν από χαρά όταν μας είδαν να επιστρέφουμε (όσοι ήταν στις σκοπιές έμειναν εκεί). Οι ντόπιοι πρώην στρατιώτες, ήρθαν από τα χαράματα άνευ ειδοποίησης, να καταταγούν, να πολεμήσουν και να βοηθήσουν, αλλά τους ζήτησαν να γυρίσουν σπίτια τους. Αυτοί επέμεναν, αλλά τελικά τους καθησύχασαν και έφυγαν.

Οι θάλαμοι ήταν ζεστοί, είχαμε καλοριφέρ αναμμένα και "αγκάλιασα" τα σώματα για να ζεσταθώ. Δεν χάρηκα έκτοτε ποτέ την ζεστασιά τους όσο τότε, ίσως γιατί ήρθε και τόσο απρόσμενα. Μας άφησαν να ξαπλώσουμε - κοιμηθούμε μερικές ώρες, πριν πάμε στις σκοπιές, στην εκπαίδευση (στον όρχο μέσα στο κρύο) και στις αγγαρείες μας.

Μάθαμε όμως για την σημαία που "την πήρε ο αέρας" στα Ίμια, πως κάποιοι δεν ήταν τόσο τυχεροί όσο εμάς, είχαν "πνιγεί" στο Αιγαίο και τα κορμιά τους έπλεαν ή βυθίστηκαν στα παγωμένα του νερά. Ασύλληπτο, να βρεθείς μέσα στα νερά της θάλασσας εκείνη την βραδιά! Λυπηθήκαμε αφάνταστα, θυμώσαμε, νιώσαμε λιγάκι πως ήμασταν ή θα μπορούσαμε κάλλιστα να ήμασταν στη θέση τους. Οι πολιτικοί στα κανάλια (ειδικά ο Πάγκαλος), στα γραφεία τους, στους καναπέδες τους και τα κρεβάτια τους έπαιζαν πολιτικά παιχνίδια και εμείς ήμασταν τα πιόνια στην σκακιέρα τους.


Να τους θυμόμαστε, να τους τιμούμε και να τους σεβόμαστε, αυτούς που σκοτώθηκαν εκείνη την βραδιά, τους αξίζει, ήταν οι μόνοι που πλήρωσαν με την ζωή τους και ίσως έτσι πλήρωσαν για όλους εμάς που ζήσαμε και το κακό σταμάτησε σε αυτούς και μόνο.